Η ενσυναίσθηση είναι και θέμα γονιδίων, όχι μόνο ανατροφής
Το πόση ενσυναίσθηση έχει ένας άνθρωπος και πόσο συμμερίζεται τα συναισθήματα των άλλων, είναι και θέμα γονιδίων, όχι μόνο ανατροφής, εκπαίδευσης και εμπειριών.
Αυτό αναφέρει μια νέα βρετανο-γαλλική επιστημονική έρευνα. Η νέα μελέτη αναδεικνύει το γενετικό υπόβαθρο της ενσυναίσθησης, μιας ζωτικής ανθρώπινης ιδιότητας.
Η ενσυναίσθηση έχει δύο συνιστώσες, μια γνωσιακή και μία συναισθηματική: αφενός την ικανότητα να αναγνωρίζει κανείς τις σκέψεις και τα αισθήματα του άλλου, και αφετέρου την ικανότητα να ανταποκρίνεται ο ίδιος συναισθηματικά στην ψυχική κατάσταση του άλλου.
Πριν 15 χρόνια Βρετανοί επιστήμονες ανέπτυξαν τον πρώτο Δείκτη Ενσυναίσθησης, που μετρά και τις δύο αυτές μορφές της.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι μερικοί άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη ενσυναίσθηση από άλλους και ότι, κατά μέσο όρο, οι γυναίκες είναι ελαφρώς πιο ενσυναισθητικές από ό,τι οι άνδρες.
Επίσης, έχει βρεθεί ότι οι άνθρωποι με διαταραχή αυτισμού έχουν χαμηλότερο δείκτη ενσυναίσθησης (ιδίως γνωσιακής).
Στη νέα μελέτη, διαπιστώθηκε ότι o βαθμός ενσυναίσθησης ενός ανθρώπου εν μέρει οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες, σε ποσοστό περίπου 10%.
Επίσης, επιβεβαιώθηκε ότι η μέση γυναίκα έχει μεγαλύτερη ενσυναίσθηση από τον μέσο άνδρα, κάτι όμως που δεν οφείλεται στο DNA, καθώς δεν εντοπίσθηκαν διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, όσον αφορά τα γονίδια που σχετίζονται με την ενσυναίσθηση.
Αυτό, κατά τους ερευνητές, σημαίνει ότι αν μια γυναίκα είναι πιο συμπονετική, έχει να κάνει είτε με μη γενετικούς βιολογικούς παράγοντες (π.χ. ορμονικές επιρροές), είτε με μη βιολογικούς παράγοντες, όπως η διαφορετική ανατροφή και κοινωνικοποίηση.
Ακόμη η μελέτη βρήκε ότι οι γενετικοί παράγοντες που σχετίζονται με τη χαμηλότερη ενσυναίσθηση, σχετίζονται επίσης με υψηλότερο κίνδυνο για αυτισμό.
«Η νέα μελέτη δείχνει τον μικρό αλλά σημαντικό ρόλο που τα γονίδια παίζουν στην ενσυναίσθηση. Αλλά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μόνο το 10% των διαφορών μεταξύ των ανθρώπων στην ενσυναίσθηση οφείλονται στη γενετική και το υπόλοιπο 90% εξηγούνται από μη γενετικούς παράγοντες» δήλωσε ο ερευνητής Βαρούν Γουόριερ.